- ημερία
- ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)η Ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμερίας — ἡμερίᾱς , ἡμερία fem acc pl ἡμερίᾱς , ἡμερία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίαν — ἡμερίᾱν , ἡμερία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεριῶν — ἡμερία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίη — ἡμερία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίην — ἡμερία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίης — ἡμερία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέρι' — ἡμέρια , ἡμέριος lasting but a day neut nom/voc/acc pl ἡμέριε , ἡμέριος lasting but a day masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμημερίαι — θερμημερίαι, αἱ (Α) οι θερμές μέρες, η περίοδος τού καλοκαιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. εφ ημερία, ισ ημερία] … Dictionary of Greek
πανημερία — η ναυτ. εκτέλεση εικοσιτετράωρης υπηρεσίας σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. ισ ημερία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek